ἀλλοπρόσαλλος

ἀλλοπρόσαλλος
ἀλλο-πρόσαλλος, , i.e. ἄλλοτε πρὸς ἄλλον,
A leaning first to one side, then to the other, fickle, epith. of Ares, Il.5.831, 889, cf. Eun.VSp.496 B.;

πλοῦτος AP15.12

, cf. 1.34 (Agath.);

τὸ ἀ.

respect of persons, Corp. Herm.

18.14

.
2 simply, transferred, ἀ. ἀρωγή, coupled with ἑτεραλκέα νίκην, Tryph.565; deceitful, Nonn.D.46.4, al.; changeful, successive, of waves, etc. (cf. ἀλλεπάλληλος), ib.3.24, al., cf. Man.5.68.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀλλοπρόσαλλος — leaning first to one side masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοπρόσαλλος — η, ο (Α ἀλλοπρόσαλλος, ον) 1. αυτός που αποκλίνει πότε προς τον έναν και πότε προς τον άλλον, ευμετάβλητος, ασταθής 2. κακόπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἄλλο πρὸς ἄλλον (λέγων)] …   Dictionary of Greek

  • αλλοπρόσαλλος — η, ο επίρρ. α άστατος, ευμετάβολος, κακόπιστος: Δεν μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος έχει αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλλοπροσάλλοιο — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπροσάλλου — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπροσάλλους — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπροσάλλως — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπροσάλλῳ — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπρόσαλλε — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπρόσαλλοι — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοπρόσαλλον — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”